Οι λοιμώξεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα νοσηρότητας και θνητότητας του πληθυσμού. Στη χώρα μας επικρατεί η κατάχρηση των αντιβιοτικών, με συνέπεια την αντοχή των μικροβίων και ιδιαίτερα για το λόγο αυτό απαιτείται σωστή ενημέρωση για τις λοιμώξεις και έγκαιρη ιατρική εκτίμηση για τη λήψη της ενδεδειγμένης θεραπευτικής αγωγής.
Μήπως τελικά ένα “μπούκωμα” που εμμένει πολλές ημέρες και συνοδεύεται από πονοκέφαλο να είναι ιγμορίτιδα;
Η οξεία παραρρινοκολπίτιδα, γνωστή και ως οξεία ιγμορίτιδα, είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της ρινικής κοιλότητας και τουλάχιστον ενός εκ των παραρρίνιων κόλπων.
Μεγαλύτερη ευαισθησία εμφανίζουν οι διαβητικοί ασθενείς, οι καπνιστές, οι ασθενείς με ιστορικό αλλεργικής ρινίτιδας, οι κολυμβητές, τα άτομα με ανατομικές ανωμαλίες του ρινικού διαφράγματος και οι ασθενείς με ανοσοανεπάρκεια.
Οι πιο συχνοί παθογόνοι μικροοργανισμοί, που ευθύνονται για τη νόσο, είναι ο ιός της γρίπης (Ιnfluenzavirus), ο ιός του κοινού κρυολογήματος (Rhinovirus), ο αιμόφιλος της γρίπης (H.Influenzae), ο πνευμονιόκοκκος (St.Pneumoniae) και τα αναερόβια και Gram αρνητικά βακτήρια, ειδικά σε άτομα με ιστορικό πρόσφατης νοσηλείας σε νοσοκομείο ή διαμονής σε οίκο ευγηρίας.
Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και με ανοσοκαταστολή δύναται να ανιχνευθεί λοίμωξη από ασπέργιλλο, με τη χαρακτηριστική μελανή κηλίδα στην υπερώα.
Τα αρχικά συμπτώματα της οξείας παραρρινοκολπίτιδας είναι κοινά με τα συμπτώματα του κοινού κρυολογήματος: πταρμός, ρινόρροια, ρινική συμφόρηση και κεφαλαλγία. Ακολούθως, δύναται να εμφανισθεί αίσθημα βάρους και πληρότητας στα σημεία των παραρρίνιων κόλπων, πυώδης ρινική έκκριση, πυρετός και βήχας συνήθως παραγωγικός.
Ασθενείς που εμφανίζουν υψηλό πυρετό που εμμένει, διαταραχή του επιπέδου συνειδήσεως, περικογχικό οίδημα, διπλωπία ή/και ισχυρό άλγος στο πρόσωπο ή στην άνω γνάθο πρέπει να εκτιμηθούν άμεσα από ιατρό.
Η διάγνωση της οξείας παραρρινοκολπίτιδας γίνεται κλινικά ενώ οι νεότερες οδηγίες συνιστούν τη διενέργεια, εφόσον κριθεί αναγκαίο, αξονικής τομογραφίας του σπλαχνικού κρανίου. Πρόκεται για μια εξέταση με μεγάλη ευαισθησία αλλά μικρή ειδικότητα, επειδή δε μας επιτρέπει να απομονώσουμε τον αιτιολογικό παράγοντα.
Η διενέργεια απλής ακτινογραφίας του σπλαχνικού κρανίου δε συνιστάται πλέον, διότι αφενός δεν ανευρίσκουμε πάντοτε υδραερικό επίπεδο στα ιγμόρια και αφετέρου, δε δύναται να γίνει διαφοροδιάγνωση ανάμεσα σε οξεία και χρόνια παραρρινοκολπίτιδα.
Σε έντονη κλινική συμπτωματολογία, χωρίς ανταπόκριση στην φαρμακευτική αγωγή, συστήνεται η παρακέντηση (βιοψία) του άντρου από ΩΡΛ. Η καλλιέργεια ρινικού εκκρίματος θεωρείται πλέον αναξιόπιστη.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου είναι εξατομικευμένη, κατόπιν εκτιμήσεως των συμπτωμάτων, της διάρκειας της νόσου, της ύπαρξης επιπλοκών, της προηγηθείσας λήψεως αντιβιοτικής αγωγής και του ατομικού ιστορικού του ασθενούς.
Σε όλες τις περιπτώσεις ακολουθείται συντηρητική αγωγή με αποσυμφορητικά, αναλγητικά και πλύσεις με φυσιολογικό ορό. Επί βακτηριακής λοιμώξεως, και επί συγκεκριμένων αυστηρών κριτηρίων, χορηγείται επιπρόσθετα αντιβιοτική αγωγή, με συνηθέστερη επιλογή κάποιο φάρμακο από την ομάδα των β-λακταμών ή μιας αναπνευστικής κινολόνης.
Πονόλαιμος, δυσκολία στην κατάποση και υψηλός πυρετός. Απλό κρυολόγημα ή οξεία αμυγδαλίτιδα;
Η οξεία φαρυγγοαμυγδαλίτιδα (ΦΑ) αποτελεί μια από τις πιο συχνές λοιμώξεις, που καλείται να αντιμετωπίσει ο ιατρός. Εμφανίζεται κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα.
Αν και πολλοί θεωρούν ότι προσβάλει συχνότερα τα παιδιά και τους εφήβους, εν τούτοις διατρέχουν παρόμοιο κίνδυνο ενήλικες που εργάζονται σε σχολεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς, καθώς και όσοι φροντίζουν μικρά παιδιά κατ’οίκον.
Η μετάδοση της νόσου γίνεται συνήθως με την επαφή των χεριών, που έχουν μολυνθεί με ρινικές εκκρίσεις, και όχι τόσο με τη στοματική επαφή. Αντικείμενα που χρησιμοποιούμε καθημερινά, όπως για παράδειγμα πετσέτες και μαχαιροπίρουνα, δύναται να μεταφέρουν το λοιμογόνο παράγοντα. Απαιτείται πολύ καλή υγιεινή στα μέλη της οικογενείας, προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά της νόσου.
Ο χρόνος επώασης της ΦΑ είναι συνήθως 24 με 72 ώρες. Η λοίμωξη προκαλείται είτε από κάποιον ιο, με συχνότερη ανίχνευση του ιού του κοινού κρυολογήματος (rhinovirus) και του ιού της γρίπης (influenzavirus), είτε από κάποιο βακτήριο, με κυριότερο αιτιολογικό παράγοντα τον β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο St. Pyogenes. Δε θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι στη διαφορική διαγνωστική περιλαμβάνεται επίσης η λοιμώδης μονοπυρήνωση, η πρωτολοίμωξη από HIV καθώς και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
Έχει μεγάλη σημασία να καθοριστεί ο πιθανός αιτιολογικός παράγοντας. Ο λόγος είναι η αποφυγή τόσο της αλόγιστης κατανάλωσης αντιβιοτικών, τα οποία είναι ανενεργά σε περίπτωση ίωσης, όσο και της έκθεσης του οργανισμού σε κινδύνους συνεπεία της αποτυχημένης αντιμετώπισης μιας στρεπτοκοκκικής λοίμωξης.
Η αντικειμενική εξέταση, η λήψη του ιστορικού, τα κριτήρια Centor, και η δοκιμασία ταχείας ανίχνευσης του αντιγόνου του στρεπτοκόκκου (Strep-test) σε φαρυγγικό επίχρισμα, εφόσον ο ιατρός κρίνει ότι πρέπει να διενεργηθεί, θα καθορίσουν την επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος.
Όσον αφορά στη θεραπεία, σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της συμπτωματολογίας έχουν τα αναλγητικά και τα αντιπυρετικά. Επί ιογενούς λοίμωξης συνιστάται η παρακολούθηση του ασθενούς και η χορήγηση συντηρητικής αγωγής. Επί βακτηριακής λοίμωξης χορηγείται αντιμικροβιακή αγωγή, με συνηθέστερη επιλογή κάποιο φάρμακο από την ομάδα των β-λακταμών.
Συνιστάται η αντιμετώπιση της νόσου με σκοπό την πρόληψη της διασποράς, και σε μικρότερο βαθμό για την αποτροπή επιπλοκών της στρεπτοκοκκικής λοίμωξης, όπως της εμφάνισης περιαμυγδαλικού αποστήματος ή σπανιότερα ρευματικού πυρετού. Αξίζει να τονισθεί ότι στην Ελλάδα έχει παρατηρηθεί υψηλό ποσοστό αντοχής του στρεπτοκόκκου Pyogenes στα μακρολίδια (αζιθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη).
Μπορεί το βαρύ κρυολόγημα, ο βήχας και ο πυρετός που διαρκούν αρκετές ημέρες να είναι κάτι σοβαρότερο;
Η πνευμονία αποτελεί μια σοβαρή κλινική κατάσταση, την οποία καλείται συχνά να διαγνώσει και να αντιμετωπίσει ο ειδικός παθολόγος στο ιατρείο του. Πρόκειται για οξεία λοίμωξη του πνευμονικού παρεγχύματος, η οποία δύναται να συνυπάρχει με φλεγμονή των βρόγχων, πάθηση γνωστή ως βρογχοπνευμονία.
Αναφερόμαστε σε πνευμονία της κοινότητας όταν αφορά σε ασθενείς που δε διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και δεν έχουν νοσηλευθεί σε νοσοκομείο έως και δύο εβδομάδες πριν την έναρξη των συμπτωμάτων. Ο διαχωρισμός από τη νοσοκομειακή πνευμονία είναι σημαντικός, καθώς αποτελεί βασικό κριτήριο για την ομάδα αντιμικροβιακών φαρμάκων που θα χορηγήσουμε.
Όταν υποψιαζόμαστε πνευμονία πρέπει να αναζητήσουμε την παρουσία τουλάχιστον δυο συμπτώματων εκ των παρακάτω, ήτοι πυρετό ή υποθερμία, ρίγη, εφιδρώσεις, πρωτοεμφανιζόμενο βήχα ή αλλαγή του χαρακτήρα σε ασθενείς με προϋπάρχων χρόνιο βήχα, πλευριτικού τύπου άλγος και εμφάνιση οξείας δύσπνοιας.
Σημειώνεται ότι ορισμένοι ασθενείς δύναται να έχουν μη ειδικά συμπτώματα, όπως αρθραλγίες, μυαλγίες, κοιλιακό άλγος, κόπωση, κεφαλαλγία και ανορεξία.
Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί που σχετίζονται συχνότερα με πνευμονία της κοινότητας είναι ο πνευμονιόκοκκος (St. Pneumoniae) και ο αιμόφιλος (H. Influenzae). Το μυκόπλασμα (M. Pneumoniae) προκαλεί σποραδικές επιδημίες ενώ η λεγιονέλλα (L. Pneumoniae) προκαλεί πνευμονία, γνωστή ως νόσος των λεγεωναρίων, διαμέσου κλιματιστικών μονάδων που δεν έχουν συντηρηθεί σωστά. Φυσικά, πνευμονία μπορούν να προκαλέσουν και ιοί, όπως για παράδειγμα ο ιός της γρίπης (Influenzae) και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV).
Η διάγνωση της πνευμονίας, στο ιατρείο, γίνεται δια της αντικειμενικής εξέτασης, επιμελούς ακρόασης των πνευμόνων και της λήψεως του ατομικού αναμνηστικού. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, ζητείται επιπλέον ακτινογραφία θώρακος σε πρόσθια (Face) και πλάγια (Profile) θέση.
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την οξεία βρογχίτιδα, την έξαρση προϋπάρχουσας χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ), την πνευμονική εμβολή και την καρδιακή ανεπάρκεια.
Η θεραπεία της πνευμονίας στηρίζεται στην αρχική εκτίμηση της βαρύτητας της νόσου, βασιζόμενοι στην κλίμακα CURB-65, και στην απόφαση αντιμετώπισης της νόσου στο σπίτι ή στο νοσοκομείο.
Σε βακτηριακές πνευμονίες χορηγείται αντιβιοτικό φάρμακο από την ομάδα των β-λακταμών σε συνδυασμό με ένα μακρολίδιο. Η λήψη μιας αναπνευστικής κινολόνης αποτελεί εναλλακτική επιλογή. Σημειώνεται η ανθεκτικότητα στην Ελλάδα κατά 30% περίπου του πνευμονιοκόκκου στα μακρολίδια, οπότε και δε συνιστάται ως μονοθεραπεία.
Σε περίπτωση πνευμονίας από τον ιο της γρίπης απαιτείται η χορήγηση αντιικής θεραπείας. Αναμένεται καλύτερη δράση εφόσον χορηγηθεί εντός 24-48 ωρών από την έναρξη των συμπτωμάτων.
Για την πρόληψη της πνευμονίας συνιστάται ο ετήσιος αντιγριπικός εμβολιασμός και ο εμβολιασμός για πνευμονιόκοκκο, με βάση τα διεθνή κριτήρια ταξινόμησης και επιλογής των ασθενών. Συζητείστε με τον ιατρό σας αν και πότε πρέπει να εμβολιαστείτε.
Ο ιός της γρίπης αποτελεί το συχνότερο αίτιο επιδημίας παγκοσμίως. Είναι αθώος ή ελλοχεύει κινδύνους;
Η γρίπη αποτελεί ίσως τη συχνότερη λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, που καλείται να αντιμετωπίσει ο ιατρός στην κάθε μέρα πράξη.
Η νόσος προκαλείται από τη μόλυνση με τον ιό της γρίπης. Έχουν απομονωθεί τρεις τύποι του ιού, ο τύπος Α, που προκαλεί τις σοβαρότερες λοιμώξεις, ο τύπος Β και ο τύπος C.
Η μετάδοση γίνεται διαμέσου εισπνοής σταγονιδίων που εκπέμπονται με το βήχα ή τον πταρμό (φτάρνισμα) ασθενών. Βέβαια, δε πρέπει να ξεχνούμε ότι και η επαφή με μολυσμένα αντικείμενα μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να προκαλέσει νόσο.
Έξαρση της γρίπης εμφανίζεται συνήθως μεταξύ του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου. Σποραδικά κρούσματα δύναται να καταγραφούν καθ’όλη τη διάρκεια του έτους. Κάθε 2 με 3 έτη μπορεί να έχουμε επιδημία γρίπης, όπου ανιχνεύονται επί το πλείστον μεταλλαγμένα στελέχη του ιού.
Ο χρόνος επώασης, το χρονικό δηλαδή διάστημα μεταξύ της εισόδου του ιού στον οργανισμό και την εμφάνιση συμπτωμάτων, υπολογίζεται σε 1 με 3 ημέρες. Ο ασθενής μεταδίδει τον ιό μια ημέρα προτού εκδηλώσει συμπτώματα και έως 7 ημέρες μετά την περίοδο επώασης.
Τα συχνότερα συμπτώματα που εμφανίζουν οι ασθενείς είναι καταρροή, πταρμός, διάχυτες μυαλγίες και αρθραλγίες, αίσθημα κόπωσης, πυρετό και βήχα. Τα παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν κοιλιακό άλγος και οξύ διαρροϊκό σύνδρομο.
Η διάγνωση της νόσου είναι κλινική και βασίζεται στην καλή λήψη του ιστορικού και στην αντικειμενική εξέταση. Απαιτείται επίσης να καθοριστούν συνυπάρχοντα νοσήματα που απαιτούν άμεση έναρξη αντιικής αγωγής, όπως για παράδειγμα σε ασθενείς με αναπνευστική ανεπάρκεια ή συνοσηρότητα.
Σε περιπτώσεις όπου η νόσος επιπλέκεται με πνευμονία ή χρειάζεται να γίνει διαφορική διάγνωση από άλλους λοιμώδεις παράγοντες, όπως για παράδειγμα τον πνευμονιόκοκκο ή το CMV, οι οποίοι ταυτοποιούνται με ειδικές εργαστηριακές εξετάσεις.
Η ανίχνευση του αντιγόνου του ιού γίνεται σε ρινικό επίχρισμα. Ειδικές εξετάσεις ανίχνευσης του γενετικού υλικού του ιού (DNA) διενεργούνται με PCR σε φαρυγγικό επίχρισμα.
Η νόσος αυτοϊάται μετά από 3 έως 4 ημέρες συνήθως. Για το λόγο αυτό αρκεί συντηρητική αγωγή, δηλαδή λήψη άφθονων υγρών, λήψη αναλγητικών και αντιπυρετικών δισκίων, ανάπαυση καθώς και λήψη ισχυρής δόσης βιταμίνης C .
Εφόσον η νόσος έχει επιπλακεί ή συνυπάρχουν νοσήματα που θέτουν σε αυξημένο κίνδυνο τον ασθενή τότε χορηγούμε, εντός 24-48 ωρών, αντιική αγωγή (οσελταμιβίρη ή ζαναμιβίρη). Περιπτώσεις στις οποίες διαγιγνώσκεται υποξυγοναιμία χρήζουν άμεσης νοσηλείας σε νοσοκομείο, προκειμένου να χορηγηθεί οξυγονοθεραπεία.
Στην Ελλάδα υπάρχει ισχυρό πρόγραμμα πρόληψης της γρίπης, διαμέσου δωρεάν εμβολιασμού, ετησίως, ομάδων υψηλού κινδύνου.
Συζητείστε με τον ιατρό σας αν πρέπει να εμβολιαστείτε για τον ιό της γρίπης και τον πνευμονιόκοκκο και ακολουθείστε πιστά το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμού.
Ουρολοίμωξη ή ασυμπτωματική μικροβιουρία; Κυστίτιδα ή πυελονεφρίτιδα; Πρέπει πάντα να λαμβάνουμε θεραπεία;
Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον έξι στις δέκα γυναίκες και δυο στους δέκα άνδρες θα εμφανίσουν ουρολοίμωξη κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Ο όρος «ουρολοίμωξη» περιλαμβάνει γενικότερα την εμφάνιση λοίμωξης στο ουροποιητικό σύστημα. Αυτή μπορεί να αφορά στην ουρήθρα (ουρηθρίτιδα), ουροδόχο κύστη (κυστίτιδα) ή/και στους νεφρούς, οπότε αναφερόμαστε σε πυελονεφρίτιδα.
Οι γυναίκες εμφανίζουν μεγαλύτερη ευπάθεια στη νόσο, λόγω μικρής ουρήθρας και γειτνίασής της με τον πρωκτό. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα μικρόβια που ενοχοποιούνται στις ουρολοιμώξεις προέρχονται κυρίως από τον εντερικό σωλήνα.
Στον άνδρα έχουμε συχνότερα λοίμωξη του προστάτη (προστατίτιδα) ή πυελονεφρίτιδα. Σπανιότερα εμφανίζεται ορχεοεπιδιδυμίτιδα, λοίμωξη δηλαδή στον όρχη.
Οι συχνότεροι λοιμογόνοι παράγοντες είναι τα βακτήρια. όπως το κολοβακτηρίδιο E.Coli, η Κλεμπσιέλλα, ο Πρωτέας και ο Εντερόκοκκος.
Οι ασθενείς αναφέρουν συχνουρία, άλγος (στραγγουρία) ή δυσκολία (δυσουρία) στην ούρηση, έντονη επιθυμία για ούρηση (έπειξη) και άλγος στο υπογάστριο. Μπορεί να συνυπάρχει μακροσκοπική αιματουρία και πυρετός. Όταν ο ασθενής παραπονείται για έντονο άλγος στην οσφυική χώρα με συνοδό εμπύρετο με ρίγος υποψιαζόμαστε οξεία πυελονεφρίτιδα.
Οι κυριότεροι προδιαθεσικοί παράγοντες για την εμφάνιση ουρολοίμωξης είναι το φύλο, η κακή υγιεινή, η σεξουαλική επαφή χωρίς προφύλαξη, το κολπικό διάφραγμα, η παρουσία λίθων ή ανατομικών ανωμαλιών του ουροποιητικού συστήματος, ο διαβήτης, η κατάχρηση τοπικών αντισηπτικών και τα αντισυλληπτικά δισκία.
Η διάγνωση της νόσου είναι κυρίως κλινική, βασίζεται δηλαδή στη λήψη του ιστορικού και στην αντικειμενική εξέταση. Ακολούθως, διενεργείται γενική και καλλιέργεια ούρων, για ταυτοποίηση του μικροβίου, και ζητείται επίσης αντιβιόγραμμα, για να ελέγξουμε την ευαισθησία των μικροβίων στα συνηθέστερα αντιβιοτικά.
Σε υποψία πυελονεφρίτιδας διενεργείται επιπλέον υπερηχογράφημα νεφρών και εξετάσεις αίματος, ενώ σε δυσκολότερες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί να γίνει αξονική τομογραφία.
Η θεραπεία της νόσου βασίζεται στη χορήγηση του κατάλληλου αντιμικροβιακού παράγοντα, με βάση τα αποτελέσματα του αντιβιογράμματος και του ιστορικού του ασθενούς.
Παράλληλα, συνιστάται η άφθονη λήψη υγρών και η λήψη αντιπυρετικών. Πρέπει να αποφεύγεται η κατάχρηση αντιφλεγμονωδών σκευασμάτων, λόγω κινδύνου βλάβης των νεφρών.
Ασθενείς που εμφανίζουν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, δηλαδή περισσότερες από τρεις το τελευταίο εξάμηνο, πρέπει να εκτιμώνται από ουρολόγο.
Κοιλιακό άλγος, έμετοι και διάρροιες. Πότε είναι απλή γαστρεντερίτιδα και πότε απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση;
Όλοι οι άνθρωποι έχουν νοσήσει στη ζωή τους, τουλάχιστον μια φορά, από γαστρεντερίτιδα. Άλλοτε σε ήπια μορφή, με εμέτους ή/και διαρροϊκές κενώσεις και άλλοτε με έντονη κλινική εικόνα, με παρουσία υψηλού πυρετού και κοιλιακού άλγους.
Η οξεία γαστρεντερίτιδα αποτελεί λοίμωξη του γαστρεντερικού σωλήνα με εντοπισμό στο στομάχι ή στο έντερο. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για γαστρίτιδα, με κύριο σύμπτωμα τους εμέτους και το άλγος στο επιγάστριο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε για εντερίτιδα, με κύριο σύμπτωμα τις διαρροϊκές κενώσεις. Ο όρος γαστρεντερίτιδα περιγράφει τη συνύπαρξη και των δύο καταστάσεων.
Οι συχνότεροι λοιμώδεις παράγοντες που ενοχοποιούνται για τη νόσο είναι οι ιοί, με κυρίαρχους εκπροσώπους τους Νοροϊούς (Norwalk-like)και τους Ροταϊούς (Rotavirus). Βέβαια, η λοίμωξη μπορεί να προκληθεί από βακτηρίδια, κυρίως από Σαλμονέλα, Καμπυλοβακτηρίδιο (Campylobacter), κολοβακτηρίδια (E. Coli) ή από πρωτόζωα, όπως για παράδειγμα από Giardia Intestinalis (Λαμβλίαση) ή Cryptosporidium (Κρυπτοσποριδίαση).
Σε ασθενείς που έχουν λάβει πρόσφατα αντιβιοτική αγωγή αναζητούμε πάντα τοξίνη από κλωστηρίδιο (Cl. Difficile).
Πέρα από εμέτους και διαρροϊκές κενώσεις, οι ασθενείς αναφέρουν συχνά κοιλιακό άλγος, κωλικοειδούς τύπου, τεινεσμό, αίσθημα κόπωσης και ζάλης ενώ μπορεί να εμφανίσουν και πυρετό.
Η διάγνωση της οξείας γαστρεντερίτιδας είναι κλινική και βασίζεται στη λεπτομερή λήψη του ιστορικού και στην αντικειμενική εξέταση.
Πρέπει να ερωτηθεί ο ασθενής για τα χαρακτηριστικά των συμπτωμάτων και των κενώσεων, για πρόσφατο ταξίδι σε ενδημική χώρα, επαφή με ασθενείς με παρόμοια συμπτωματολογία, επαφή με ζώα, κατανάλωση ύποπτων τροφών, λήψη αντιβιοτικών ή ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Εφόσον υπάρχει η υπόνοια έντονης φλεγμονής ή έχουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρή και παρατεταμένη κλινική εικόνα, τότε διενεργείται εργαστηριακός έλεγχος σε δείγμα αίματος και κοπράνων.
Μπορεί να ζητηθεί απεικονιστικός έλεγχος της κοιλίας, ενώ σε πολύ ιδιαίτερες καταστάσεις να ζητηθεί η συμβολή του γαστρεντερολόγου για διενέργεια ενδοσκοπικού ελέγχου.
Η θεραπεία της νόσου είναι συντηρητική και βασίζεται στη χορήγηση άφθονων υγρών και στην τροποποίηση της διατροφής.
Δίνονται φάρμακα αντιεμετικά, ηλεκτρολύτες καθώς και φάρμακα που αναστέλλουν τη γαστρική έκκριση.
Σε περίπτωση που απομονωθεί βακτηρίδιο ή πρωτόζωο στα κόπρανα χορηγείται αντιβιοτική ή ανθελμιντική αγωγή.
Η χορήγηση της λοπεραμίδης (Imodium) μπορεί να προκαλέσει τοξικό μεγάκολο ή αιμολυτικό-ουραιμικό σύνδρομο, δυο καταστάσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς και για το λόγο αυτό συνίσταται μόνο σε συγκεκριμένες και περιορισμένες καταστάσεις.
Γνωστή και ως νόσος του φιλιού, πότε πρέπει να την υποπτευθούμε και πώς θα την αντιμετωπίσουμε;
Η λοιμώδης μονοπυρήνωση αποτελεί αναμφίβολα μια από τις πιο συχνές λοιμώξεις της παιδικής ηλικίας. Υπολογίζεται ότι 90% του πληθυσμού έχει νοσήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η λοίμωξη προκαλείται από τον ιο Epstein-Barr (EBV), ο οποίος ανήκει στην οικογένεια των ερπητοϊών (HHV-4).
Η νόσος είναι γνωστή και ως «νόσος του φιλιού», επειδή μεταδίδεται κυρίως κατά την άμεση επαφή, μέσου του σάλιου. Βέβαια, μετάδοση δύναται να υπάρχει και διαμέσου μολυσμένων με στοματικά υγρά αντικειμένων, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια.
Η περίοδος επώασης, το χρονικό δηλαδή διάστημα που μεσολαβεί από την εισαγωγή του ιού στον οργανισμό μέχρι την εκδήλωση συμπτωμάτων, κυμαίνεται από 4 έως 8 εβδομάδες.
Τα παιδιά εμφανίζουν συνήθως έντονη κακουχία, φαρυγγοδυνία, υψηλό εμπύρετο ή δέκατα (πυρέτιο) και δυσκαταποσία. Στην αντικειμενική εξέταση ψηλαφώνται διογκωμένοι τραχηλικοί λεμφαδένες ενώ δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής του ιατρού η προσεκτική ψηλάφηση της κοιλιακής χώρας προκειμένου να εκτιμηθεί πιθανή ήπατο ή σπληνομεγαλία.
Όταν η λοίμωξη συμβεί στην ενήλικη ζωή η συμπτωματολογία δύναται να είναι πιο έντονη. Οι ασθενείς εκδηλώνουν υψηλό πυρετό που εμμένει, οξεία φαρυγγοαμυγδαλίτιτδα με έντονο το αίσθημα της δυσκαταποσίας, διάχυτες μυαλγίες και αρθραλγίες ενώ σπανιότερα δύναται να εμφανίσουν οξεία δύσπνοια, αιμολυτική αναιμία, θρομβοπενία (χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων), ρήξη σπληνός, περικαρδίτιδα ή εγκεφαλίτιδα.
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στη καλή λήψη του ιστορικού του ασθενούς, στην αντικειμενική εξέταση και εφόσον κριθεί αναγκαίο, στον εργαστηριακό έλεγχο. Αναζητούμε την παρουσία άτυπων λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα και ανιχνεύουμε ειδικά αντισώματα στον ορό έναντι του ιού (EBNA και VCA).
Σημειώνεται ότι τα αντισώματα συνήθως θετικοποιούνται μετά από 7 ημέρες, για το λόγο αυτό μπορεί να γίνει μια ταχεία ανίχνευση του αντιγόνου του ιού με τη δοκιμασία MonoSpot. Πιο ακριβής εξέταση είναι η ανίχνευση του γενετικού υλικού του ιού (DNA), η οποία όμως είναι χρονοβόρα και ακριβή.
Η λοίμωξη αυτοϊάται σε διάστημα 3 με 4 εβδομάδων. Συνιστάται η λήψη αναλγητικών και αντιπυρετικών, η άφθονη κατανάλωση υγρών, η ανάπαυση και η αποχή από αθλητικές δραστηριότητες, προς αποφυγή ρήξεως σπληνός.
Η χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής δεν προσφέρει καμία προφύλαξη, απεναντίας όταν ο ασθενής λάβει αντιβιοτικό της ομάδας των β-λακταμών, όπως για παράδειγμα μια αμοξυκιλλίνη ή μια κεφαλοσπορίνη, μπορεί να εμφανίσει στο κορμό και στα άκρα κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα. Παρόλα αυτά σε περιπτώσεις έντονης φαρυγγοαμυγδαλίτιδας δεν είναι λάθος και πολλές φορές επιβάλλεται η χορήγηση μακρολίδης σε συνδυασμό με τοπικά αντισηπτικά της φαρυγγικής κοιλότητας.
Ο ιατρός, εξετάζοντας τον ασθενή, ξεχωρίζει τη λοιμώδη μονοπυρήνωση από άλλα πιθανά αίτια που μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια συμπτωματολογία, όπως η λοίμωξη από τον ιό της γρίπης ή από στρεπτόκοκκο, και χορηγεί την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.