Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα υγείας στο δυτικό κόσμο. Υπολογίζεται ότι το 2025 θα υπάρχουν παγκοσμίως 300 εκατομμύρια διαβητικοί ασθενείς. Χρειάζεται ευαισθητοποίηση για την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση του διαβήτη και των αγγειακών επιπλοκών του.

Μέτρηση Γλυκοζυλιωμένης Αιμοσφαιρίνης στο ιατρείο

Τι είναι σακχαρώδης διαβήτης; Πόσοι τύποι υπάρχουν;

Όλοι έχουμε κάποιο συγγενή, φίλο ή γνωστό που νοσεί από διαβήτη. Δε θεωρείται τυχαία η μάστιγα του Δυτικού πολιτισμού.

Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 800.000 ασθενείς, υπολογίζεται βέβαια πως υπάρχουν χιλιάδες μη καταγεγραμμένοι ασθενείς, οι οποίοι είτε δε γνωρίζουν ότι πάσχουν είτε δεν παρακολουθούνται από διαβητολόγο.

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μια χρόνια νόσο, η οποία χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία, υψηλή δηλαδή τιμή γλυκόζης στο αίμα, διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των πρωτεΐνών και των λιπιδίων.

Ο έλεγχος του μεταβολισμού των υδατανθράκων επιτελείται στο πάγκρεας. Διαθέτει ειδικά β-κύτταρα που παράγουν την ινσουλίνη, μια ορμόνη που διαχειρίζεται τη γλυκόζη που προσλαμβάνουμε με τις τροφές. Ενεργοποιεί δηλαδή όλους τους αναγκαίους μηχανισμούς ώστε η περίσσειά της να αποθηκευτεί σε όργανα και ιστούς.

Ο διαβήτης εμφανίζεται είτε όταν η  παραγωγή της ινσουλίνης είναι ελαττωμένη ή απούσα είτε όταν υφίσταται διαταραχή στη λειτουργία της, λόγω της λεγόμενης αντίστασης του οργανισμού στη δράση της.

Με βάση το παθοφυσιολογικό μηχανισμό, η νόσος ταξινομείται σε:

  • Σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1. Αφορά σε ασθενείς στους οποίους παρατηρείται ολοκληρωτική έλλειψη ινσουλίνης, λόγω αυτοάνοσης ή ιδιοπαθούς καταστροφής των παγκρεατικών β-κυττάρων. Παλαιότερα ο τύπος αυτός ήταν γνωστός ως νεανικός διαβήτης, πλέον όμως γνωρίζουμε ότι εμφανίζεται και σε ενήλικες, οπότε και ονομάζεται LADA (latent-autoimmune diabetes).
  • Σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Χαρακτηρίζεται από ισχυρή κληρονομικότητα. Έχουμε μειωμένη παραγωγή ινσουλίνης ή/και διαταραχή της δράσης της (αντίσταση).
  • Σακχαρώδη διαβήτη κύησης. Εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της κύησης και αφορά σε πρότερα μη διαβητικούς εγκύους. Σχετίζεται με εμβρυικές ανωμαλίες και περιγεννητική θνησιμότητα. Απαιτείται άμεση διάγνωση και αντιμετώπιση.
  • Αλλοι τύποι σακχαρώδους διαβήτη οι οποίοι οφείλονται σε γενετικές μεταλλάξεις των β-κυττάρων (MODY), σε φάρμακα, σε νοσήματα της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέατος και σε ενδοκρινολογικές διαταραχές.

Απαιτείται υγιεινοδιαιτητική παρέμβαση και έναρξη αντιδιαβητικής αγωγής για μια ξένοιαστη ζωή χωρίς επιπλοκές και προβλήματα από τη νόσο!

Πώς επιτυγχάνεται η έγκαιρη διάγνωση του διαβήτη; Ποια είναι τα συχνότερα λάθη;

Η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη βασίζεται στη διενέργεια εργαστηριακού ελέγχου. Εξετάζουμε το σάκχαρο νηστείας του ασθενού μας, την τιμή δηλαδή της γλυκόζης αίματος που λαμβάνουμε, με αιμοληψία, τουλάχιστον 8 ώρες μετά το τελευταίο γεύμα.

Σημειώνεται ότι συχνά ο διαβήτης συνυπάρχει με διαταραχή των λιπιδίων (χοληστερίνης, τριγλυκεριδίων). Η λήψη τροφής επηρεάζει τις τιμές των λιπιδίων οπότε συστήνεται ο ασθενής να παραμείνει νηστικός περίπου για 12 ώρες, ώστε να συνεκτιμηθεί και το λιπιδαιμικό του προφίλ.

Τα κριτήρια για τη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη είναι:

  1.   Γλυκόζη πλάσματος νηστείας ίση ή μεγαλύτερη από 126 mg/dL.  Προτείνεται επιβεβαίωση του αποτελέσματος, με έλεγχο δεύτερου δείγματος μετά από μερικές ημέρες, εφόσον δεν υπάρχουν συμπτώματα υπεργλυκαιμίας, ήτοι πολυδιψία, πολυφαγία, πολυουρία, απώλεια σωματικού βάρους.

                                        ή

  1.   Τιμή γλυκόζης πλάσματος μεγαλύτερη από 200 mg/dL, σε τυχαίο εργαστηριακό έλεγχο, δηλαδή οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, και ταυτόχρονη παρουσία συμπτωματολογίας υπεργλυκαιμίας.

                                       ή

  1.   Παθολογική καμπύλη σακχάρου (OGTT), θετική δηλαδή δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη όταν η τιμή της γλυκόζης πλάσματος είναι ίση ή μεγαλύτερη από 200 mg/dL δυο ώρες μετά τη χορήγηση 75 γραμμαρίων γλυκόζης.

Η καμπύλη σακχάρου γίνεται με τη λήψη 75 γραμμαρίων άνυδρης γλυκόζης στο εργαστήριο και την καταγραφή του σακχάρου αίματος σε τρία στιγμιότυπα, ήτοι σε χρόνο προ φόρτισης, πρωτού δηλαδή πιούμε τα 75 γρ, μια ώρα μετά τη φόρτιση και δυο ώρες μετά τη φόρτιση.

Με την καμπύλη μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη διαβήτη και να εντοπίσουμε περιπτώσεις όπου η νόσος εκδηλώνεται μόνο μεταγευματικά. Προτού γίνει η εξέταση συμβουλευτείτε το διαβητολόγο σας για τη διαδικασία.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη ο έλεγχος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (Hba1c) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση του διαβήτη παρά μόνο για την παρακολούθηση ασθενών που έχουν ήδη ιστορικό της νόσου.

Κανένα εργαστήριο, κρατικό ή ιδιωτικό, δεν έχει λάβει επίσημη ευρωπαϊκή πιστοποίηση για τη χρήση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης για τη διάγνωση της νόσου. Επιπλέον, στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί διαβητικοί ασθενείς με φυσιολογική γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε ασθενείς με στίγμα β-μεσογειακής αναιμίας.

Επίσης, είναι λάθος να μετρούμε την ινσουλίνη ή το c-πεπτίδιο για τη διάγνωση της νόσου.

Τέλος, ένα άλλο συχνό σφάλμα είναι η χρήση των φορητών μετρητών σακχάρων για τη διάγνωση του διαβήτη. Σε καμία περίπτωση οι μετρητές δεν είναι αξιόπιστοι για το ρόλο αυτό, τόσο γιατί υπάρχει απόκλιση με την τιμή της γλυκόζης πλάσματος όσο και λόγω απόκλισης μεταξύ μετρητών διαφορετικών εταιρειών.

Ως εκ τούτου, τα σακχαρόμετρα πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την παρακολούθηση των διαβητικών ασθενών και την καταγραφή των προ και μεταγευματικών σακχάρων, διαδραματίζοντας έτσι ένα καίριο ρόλο στην παρακολούθηση της ρύθμισης του διαβήτη.

Ποια είναι τα συμπτώματα του διαβήτη; Υπάρχουν πάντα;

Οι ασθενείς διερωτώνται πολλές φορές πώς γίνεται να έχουν διαβήτη αφού δεν έχουν κάποιο σύμπτωμα. Μάλιστα, είναι πιθανό στην οικογένειά τους να μην έχουν κληρονομικότητα για σακχαρώδη διαβήτη ή να έχουν, αλλά να μην το γνωρίζουν.

Διερευνώντας το ιστορικό τους και τις παλαιές τους εξετάσεις δύναται να διαπιστωθούν τιμές που αντιστοιχούν σε προδιαβήτη ο οποίος ωστόσο δεν εκτιμήθηκε περαιτέρω με καμπύλη ανοχής στη γλυκόζη. Επίσης, ορισμένοι ασθενείς έπασχαν ήδη από σακχαρώδη διαβήτη και δεν το γνώριζαν!

Τις περισσότερες φορές οι εξετάσεις δεν εκτιμήθηκαν από ιατρό, καθώς ο ασθενής επαναπαύτηκε από τα όρια που αναγράφει το εργαστήριο.  Υπήρχαν και περιπτώσεις όπου ο ιατρός δεν έδωσε την πρέπουσα προσοχή και δε διερεύνησε περαιτέρω την υπεργλυκαιμία.

Όλοι έχετε ακούσει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του “σακχάρου”. Είναι γνωστή ως “τριάδα συμπτωμάτων” του σακχαρώδη διαβήτη. Πρόκειται για την πολυουρία, την πολυφαγία και την πολυδιψία. Σε αυτήν θα προσθέσουμε την αιφνίδια απώλεια βάρους. Πόσο συχνά όμως ανιχνεύονται;

Η αλήθεια είναι ότι η κλασική συμπτωματολογία του διαβήτη εμφανίζεται μόνο σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, όπου απουσιάζει η ενδογενής ινσουλίνη. Ο ασθενής παραπονείται πως τα συμπτώματα εγκαταστάθηκαν πολύ πρόσφατα ενώ ατυχώς η διάγνωση μπορεί να γίνει όταν συμβεί ένα οξύ σύμβαμα, όπως για παράδειγμα μια λοίμωξη.

Σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, που έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα στον πληθυσμό, η νόσος είναι επί το πλείστον ασυμπτωματική. Διαγιγνώσκεται τυχαία σε προληπτικό εργαστηριακό έλεγχο.

Όταν οι ασθενείς βιώσουν ένα οργανικό stress, για παράδειγμα οξεία λοίμωξη ή έμφραγμα του μυοκαρδίου, μπορεί να παρατηρήσουμε τη χαρακτηριστική τριάδα συμπτωμάτων.

Επίσης, είναι σύνηθες η διάγνωση του διαβήτη να γίνει όταν ο ασθενής χρειαστεί να νοσηλευθεί για μια επιπλοκή της νόσου, για παράδειγμα επί αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ή επί εμφράγματος του μυοκαρδίου.

Βέβαια, υπάρχουν κάποια συμπτώματα που πρέπει να προκαλέσουν εγρήγορση όπως λόγου χάρη οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, οι μυκητιάσεις των γεννητικών οργάνων, η βραδεία επούλωση των πληγών και η συχνουρία.
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 μπορεί να είναι συνήθως ασυμπτωματικός όμως ο ετήσιος εργαστηριακός προληπτικός έλεγχος και η σωστή εκτίμηση των αποτελεσμάτων μας επιτρέπουν την έγκαιρη διάγνωση τόσο του προδιαβήτη όσο και του διαβήτη, ώστε να παρέμβουμε άμεσα.

Ποιες είναι οι οξείες και χρόνιες επιπλοκές του διαβήτη;

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μια ύπουλη νόσο. Μπορεί να είναι ασυμπτωματικός για πολλά χρόνια και να τον ανακαλύψουμε τυχαία, όταν εμφανιστούν οι επιπλοκές του.

Μάλιστα, δεν είναι ασύνηθες να διαγιγνώσκεται ένας, επί μακρόν, αρρύθμιστος διαβήτης σε ασθενή που εισάγεται στο νοσοκομείο για έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο ή λοίμωξη.

Οι επιπλοκές του διαβήτη ταξινομούνται σε οξείες και χρόνιες.

Οι οξείες επιπλοκές είναι:

  •      Διαβητική κετοξέωση. Πρόκειται για μια επείγουσα κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από ελάττωση του pH του αίματος (οξέωση) και αύξηση της συγκέντρωσης των κετονών στο αίμα και στα ούρα. Συμβαίνει κυρίως σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1. Εκδηλώνεται, συνήθως, με οξεία δύσπνοια, ταχύπνοια, εμέτους, κοιλιακό άλγος, σύγχυση ή ακόμα και απώλεια συνείδησης (κώμα). Τα συμπτώματα δύναται να εμφανισθούν μεμονωμένα. Χρήζει άμεση διακομιδή σε νοσοκομείο για ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και ινσουλίνης.
  •  Υπερωσμωτικό υπεργλυκαιμικό κώμα. Παρατηρείται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν οι ηλικιωμένοι διαβητικοί, και ειδικά όσοι δεν προσλαμβάνουν καθημερινά αρκετά υγρά.  Επί λοιμώξεως ή άλλου οργανικού stress (για παράδειγμα επί εμφράγματος του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικού επεισοδίου) εμφανίζουν λήθαργο ή κώμα, εξαιτίας υπεργλυκαιμίας και αφυδάτωσης. Μη ξεχνάτε ότι η υπεργλυκαιμία προκαλεί διούρηση, επομένως αν δεν αναπληρωθούν τα υγρά θα είναι πιθανό να επέλθει αφυδάτωση.

Οι χρόνιες επιπλοκές του διαβήτη διακρίνονται σε μακροαγγειακές και μικροαγγειακές.

Οι κυριότερες επιπλοκές των μεγάλων αγγείων είναι:

  • Έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο διαβήτης, η υπέρταση, η υπερλιπιδαιμία και το κάπνισμα αποτελούν ισχυρούς προδιαθεσικούς παράγοντες για καρδιαγγειακά συμβάματα. Σημειώνεται ότι ο διαβητικός ασθενής μπορεί να υποστεί έμφραγμα χωρίς να εκδηλώσει τα κλασικά συμπτώματα, όπως στηθάγχη (πόνου) και αιμωδία (μούδιασμα) του αριστερού άνω άκρου. Η εμφάνιση οξείας δύσπνοιας και η αιφνίδια απορρύθμιση του σακχάρου πρέπει πάντα να εκτιμώνται από το θεράποντα ιατρό.
  • Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Η συμπτωματολογία είναι ίδια με μη διαβητικούς ασθενείς, η πρόγνωση όμως είναι χειρότερη. Περιγράφεται, επί το πλείστον, ως ισχαιμικού τύπου.
  • Περιφερική αποφρακτική αρτηριακή νόσος. Οι ασθενείς παραπονούνται για διαλείπουσα χωλότητα, άλγος δηλαδή στα κάτω άκρα κατά τη βάδιση το οποίο υφίεται με την ανάπαυση. Στο τελικό στάδιο της νόσου χρήζει επέμβαση αγγειακής παράκαμψης ή τοποθέτησης ενδοπρόθεσης (stent).

Οι συχνότερες επιπλοκές των μικρών αγγείων είναι:

  • Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Αποτελεί τη συχνότερη μικροαγγειακή επιπλοκή του διαβήτη. Προσβάλλει τα αγγεία του αμφιβληστροειδούς, προκαλώντας ανευρύσματα, αιμορραγίες, εξιδρώματα και στο τελικό στάδιο νεοαγγείωση, αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς και τύφλωση. Στα αρχικά στάδια ο ασθενής δεν έχει συμπτώματα και οι βλάβες διαπιστώνονται τυχαία στον προληπτικό οφθαλμολογικό έλεγχο.
  • Διαβητική νευροπάθεια. Πρόκειται για βλάβες του κεντρικού ή του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Τα συμπτώματα εντοπίζονται συνήθως στα κάτω άκρα. Οι ασθενείς αναφέρουν αιμωδία (αίσθημα μουδιάσματος), μυρμηγκιές (παραισθησίες), καυσαλγία (αίσθημα καύσους), διαταραχή στην αίσθηση του κρύου ή του ζεστού και διαξιφιστικό πόνο.  Ακόμα, μπορεί να εμφανιστεί στυτική δυσλειτουργία, ορθοστατική υπόταση, εμμένουσα ταχυκαρδία δυσκοιλιότητα ή διαρροϊκές κενώσεις.

Η συνύπαρξη νευροπάθειας και αγγειοπάθειας προδιαθέτει στη δημιουργία ανώδυνων ελκών, κατάσταση γνωστή και ως “διαβητικό πόδι”.

  • Διαβητική νεφροπάθεια. Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί την πρώτη αιτία νεφρικής ανεπάρκειας. Διαθέτουμε πλέον ειδικές εξετάσεις αίματος και ούρων που μας επιτρέπουν την έγκαιρη διάγνωση της αρχόμενης διαβητικής νεφροπάθειας.

Η άριστη ρύθμιση του διαβήτη, η στενή παρακολούθηση από διαβητολόγο, ο ετήσιος προληπτικός έλεγχος και η θεραπευτική αντιμετώπιση άλλων παραγόντων κινδύνου, όπως της υπέρτασης και της υπερλιπιδαιμίας, αποτελούν την ασπίδα έναντι της εκδήλωσης επιπλοκών της νόσου.

Πώς θεραπεύεται ο διαβήτης; Ποιοι είναι οι στόχοι μας;

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μια χρόνια νόσο. Ως εκ τούτου, δε δύναται να θεραπευτεί αλλά να αντιμετωπισθεί, έτσι ώστε να μην εμφανιστούν μακροαγγειακές και μικροαγγειακές επιπλοκές.

Τα φυσιολογικά όρια έχουν θεσπιστεί από μεγάλες πολυκεντρικές μελέτες. Έχει αποδειχθεί ότι εφόσον καταφέρουμε να διατηρήσουμε μια κατάσταση ευγλυκαιμίας, φυσιολογικής τιμής δηλαδή γλυκόζης αίματος κατά τη διάρκεια της ημέρας, η πιθανότητα επιπλοκών της νόσου ελαχιστοποιείται.

Στόχος μας είναι να πετύχουμε:

  • Τιμή γλυκόζης νηστείας, το πρωί δηλαδή καθώς και προ των γευμάτων, 70-130 mg/dL.
  • Τιμή γλυκόζης δυο ώρες μετά τα κύρια γεύματα, ήτοι πρωινό, μεσημεριανό και βραδυνό, 80-180 mg/dL.

Πρόκειται για μετρήσεις που γίνονται με τους φορητούς μετρητές σακχάρου (σακχαρόμετρο).

Οι μετρήσεις που γίνονται στο σπίτι είναι πολύ σημαντικές για τη διατήρηση ή τροποποίηση της αντιδιαβητικής αγωγής, από το θεράποντα ιατρό.

Eίναι αδύνατον να έχουμε μετρήσεις όλο το 24ωρο, διαθέτουμε ωστόσο τη δυνατότητα να ελέγξουμε τη ρύθμιση του διαβήτη με τη χρήση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c).

Πρόκειται για μια εξέταση που δείχνει τη μέση τιμή του σακχάρου αίματος το τελευταίο τρίμηνο. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι σε καμία περίπτωση η εξέταση δεν είναι διαγνωστική για το διαβήτη. Σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών, όπως για παράδειγμα σε ασθενείς με στίγμα μεσογειακής αναιμίας ή αιμολυτική αναιμία, είναι ψευδώς χαμηλότερη από την πραγματική.

Η τιμή της HbA1c πρέπει να είναι μικρότερη του 7%, με ιδανικό στόχο να είναι μικρότερη του 6,5%, καθώς η τιμή αυτή συσχετίζεται με μικρότερη συχνότητα επιπλοκών του διαβήτη.

Βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα σε ασθενείς με ανεπίγνωστες υπογλυκαιμίες, ασθενείς με άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας ή σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας, δύναται οι στόχοι να μεταβληθούν έτσι ώστε να μην έχουμε γλυκοζουρία.

Για να ρυθμίσουμε το σακχαρώδη διαβήτη απαιτούνται δύο ειδών παρεμβάσεις:

  1.   Υγιεινοδιαιτητική παρέμβαση

Αερόβια άσκηση, για τουλάχιστον 30 λεπτά, ημερησίως. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να πετύχουμε καλύτερη ρύθμιση της γλυκαιμίας και απώλεια βάρους. Εφόσον δε δύναται να γυμναστούμε κάθε μέρα τότε απαιτείται αερόβια άσκηση για τουλάχιστον 1 ώρα κάθε δυο ημέρες. Άσκηση με αραιότερη συχνότητα δε συνιστάται. Σημειώνεται ότι το είδος της άσκησης θα καθοριστεί από το θεράποντα ιατρό με βάση την ηλικία, τη συνύπαρξη άλλων παθήσεων (συννοσηρότητες) και την παρουσία επιπλοκών του διαβήτη

Ισορροπημένη διατροφή. Ο διαβητικός ασθενής δεν πρέπει να νιώθει απομονωμένος, ούτε να στερείται τροφές. Πρέπει να ακολουθεί εξατομικευμένο διαιτολόγιο, που χορηγείται από το θεράποντα ιατρό, στο οποίο περιλαμβάνονται όλες οι τροφές σε συγκεκριμένη όμως ποσότητα και με συγκεκριμένο τρόπο κατανομής των γευμάτων κατά τη διάρκεια της ημέρας.

  1.   Φαρμακευτική παρέμβαση

Διαθέτουμε πλέον πολλά φαρμακευτικά σκευάσματα για τη ρύθμιση του διαβήτη. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δισκία, ινσουλίνη ή και συνδυασμό τους. Τα δισκία που έχουμε στη φαρέτρα μας είναι η μετφορμίνη, οι σουλφονυλουρίες, τα μιμητικά του GLP-1, οι αναστολείς DPP-4, η πιογλιταζόνη, οι μεγλιτινίδες, η ακαρβόζη και οι αναστολείς SGLT2. Τα σκευάσματα ινσουλίνης που κυκλοφορούν ταξινομούνται με βάση τη φύση τους, ανθρωπίνου τύπου ή ανάλογα, και τη διάρκεια δράσης τους. Κυκλοφορούν επίσης μείγματα ινσουλινών.

Η θεραπεία είναι πάντοτε εξατομικευμένη. Η κατάλληλη επιλογή, εκ μέρους του ιατρού, γίνεται με βάση τον τύπο του διαβήτη, την ηλικία και τις ανάγκες του ασθενούς, τον τρόπο ζωής του, το γλυκαιμικό στόχο και το χρόνο επίτευξής του, την ύπαρξη άλλων παθήσεων (συννοσηρότητες) και την ευκολία πρόσβασης και παρακολούθησης.

Με ποιον τρόπο η σωστή διατροφή βοηθά στη ρύθμιση του διαβήτη;

Ακρογωνιαίος λίθος στην πρόληψη και αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη είναι η σωστή διατροφή. Ο θεράπων ιατρός καταγράφει τους ανθρωπομετρικούς δείκτες (βάρος, ύψος, ηλικία) του ασθενούς, υπολογίζει τις απαραίτητες θερμίδες για τις καθημερινές του δραστηριότητες, θέτει μαζί με τον ασθενή συγκεκριμένο στόχο για την απώλεια ή διατήρηση του σωματικού βάρους και δημιουργεί κατάλληλο εξατομικευμένο διαιτολόγιο.

Ο διαβητικός ασθενής δεν πρέπει να νιώθει απομονωμένος από το κοινωνικές δραστηριότητες ούτε να νιώθει ότι στερείται το φαγητό. Στο διαιτολόγιο μπορούμε να συμπεριλάβουμε όλες τις τροφές, ακόμα και γλυκά! Πρέπει όμως να υπάρχει ένα μέτρο στην ποσότητα του φαγητού, να γίνει σωστός συνδυασμός των τροφών και να γίνει ορθή κατανομή των γευμάτων.

Συνιστώνται τρία κύρια γεύματα (πρωϊνό, μεσημεριανό, βραδινό) και τρία ενδιάμεσα snack, ώστε να υπάρχει, κατά τη διάρκεια της ημέρας, κατανομή των προσλαμβανομένων θερμίδων και ομαλή διακύμανση της γλυκόζης και της ινσουλίνης του αίματος.

Οι τροφές της καθημερινής μας διατροφής αποτελούνται από:

  • Υδατάνθρακες: Ζυμαρικά, όσπρια, πατάτες, ψωμί, φρούτα.
  • Πρωτεΐνες: Κρέας, ψάρι, τυρί, αυγό.
  • Λίπος: Κρέας, ψάρι, λάδι, γαλακτοκομικά, ελιές, αυγό, ξηρούς καρπούς.
  • Φυτικές ίνες: Τρόφιμα ολικής αλέσεως, λαχανικά, φρούτα.
  • Αντιοξειδωτικά και βιταμίνες: Λαχανικά, φρούτα, κρέας, γαλακτοκομικά.

Κάθε κύριο γεύμα πρέπει να περιλαμβάνει απαραιτήτως ένα τρόφιμο από κάθε διατροφική ομάδα. Πρέπει να καταναλώσουμε μεγαλύτερη ποσότητα φυτικών ινών, 30-40 γραμμάρια ημερησίως. Ο λόγος είναι ότι δημιουργείται αίσθημα κορεσμού, δε θέλουμε δηλάδη να φάμε περισσότερο, καθώς επίσης βοηθούν στη φυσιολογική λειτουργία του εντέρου.

Οι υδατάνθρακες πρέπει να περιλαμβάνουν το 45-60% της προσλαμβανομένης ενέργειας, με έμφαση στα τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (ολικής αλέσεως). Πρόκειται ουσιαστικά για τροφές που προκαλούν μικρή και σταδιακή αύξηση της γλυκόζης στο αίμα, σε σχέση με τρόφιμα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη.

Ένα σύνηθες σφάλμα των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη είναι να αποφεύγουν τα γεύματα ή να μην καταναλώνουν υδατάνθρακες. Αποτελεί μια λανθασμένη επιλογή καθώς οι υδατάνθρακες είναι πολύ σημαντικοί για την καθημερινή μας ενέργεια, ενώ παράλληλα εν απουσία υδατανθράκων αυξάνεται ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας από τη δράση ορισμένων αντιδιαβητικών φαρμάκων.

Οι πρωτεΐνες πρέπει να παρέχουν το 10-20% της καθημερινής μας ενέργειας. Εφόσον υπάρχει νεφροπάθεια πρέπει καθημερινώς να προσλαμβάνουμε 0,8 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους.

Τέλος, το διαιτητικό λίπος δε πρέπει να ξεπερνά το 35% της ολικής ενέργειας. Ο ασθενής προτιμάται να καταναλώνει μονοακόρεστο λίπος, το οποίο βρίσκεται σε αφθονία στο ελαιόλαδο, στους ξηρούς καρπούς και στα ψάρια. Πρέπει να αποφεύγει πολυακόρεστα ή κορεσμένα λίπη, δηλαδή τυποποιημένα τρόφιμα, και φαγητά των fast-food.

Βέβαια, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα τα λιπαρά τρόφιμα αυξάνουν το σωματικό βάρος καθώς και την κακή χοληστερόλη, η οποία προκαλεί αθηρωμάτωση στα αγγεία μας. Συνιστάται προσοχή στην καθημερινή υπερκατανάλωση, γαλακτοκομικών και λιπαρών τροφών.

Όσον αφορά το αλκοόλ, επιτρέπεται η κατανάλωση ενός ποτηριού κρασιού ή δυο ποτηριών μπίρας, ημερησίως, εφόσον δεν υπάρχει ηπατοπάθεια. Το αλκοόλ  μας παχαίνει ενώ ενισχύει τα επεισόδια υπογλυκαιμίας, αναστέλλοντας τη γλυκονεογέννεση.

Στην προετοιμασία γλυκισμάτων προτείνεται η χρήση παραγώγων του φυτού Στέβια, τα οποία δύναται επίσης να μαγειρευτούν σε αντίθεση με την ασπαρτάμη. Σημειώνεται ότι δε συνιστάται η κατανάλωση φρουκτόζης γιατί έχει την ίδια θερμιδική απόδοση με τη ζάχαρη ενώ μπορεί να αυξήσει τα τριγλυκερίδια και το ουρικό οξύ.

Για την πρόληψη του διαβήτη συνιστάται:

  • Μείωση των προσλαμβανόμενων θερμίδων σε άτομα υπέρβαρα ή παχύσαρκα, ώστε να μειωθεί το σωματικό βάρος κατά τουλάχιστον 5% στο επομενο εξάμηνο.
  • Μείωση του κεκορεσμένου λίπους σε <10% της ημερήσιας πρόσληψης.
  • Μείωση του ολικού λίπους σε <30% της ημερήσιας πρόσληψης.
  • Κατανάλωση τουλάχιστον 25-35 γραμμαρίων φυτικών ινών.

Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η σωστή διατροφή πρέπει να συνοδεύεται από την κατάλληλη αερόβια άσκηση για να πετύχουμε απώλεια βάρους, ρύθμιση του διαβήτη και ευεξία!

Πότε έχουμε προδιαβήτη; Γιατί είναι σημαντικό να το γνωρίζουμε;

Ο προδιαβήτης αποτελεί μια μεταβολική διαταραχή, στην οποία το σάκχαρο του αίματος είναι σε υψηλότερο επίπεδο από το φυσιολογικό αλλά όχι τόσο υψηλό ώστε να τεθεί η διάγνωση του διαβήτη. Η διαταραχή μπορεί να παρατηρηθεί στο σάκχαρο νηστείας (IFG) ή/και δύο ώρες μετά τα γεύματα (IGT).

Οι άνθρωποι που εμφανίζουν προδιαβήτη είναι συνήθως υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, με οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη.

Ο ορθότερος όρος για την κατάσταση αυτή είναι “διαταραγμένη ομοιοστασία της γλυκόζης” ή “διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη”. Χρησιμοποιούμε όμως τον όρο προδιαβήτη για να αναδείξουμε τον κίνδυνο εξέλιξης σε διαβήτη.

Τα κριτήρια διάγνωσης του προδιαβήτη είναι:  

1)   τιμή γλυκόζης αίματος μεγαλύτερη από 100 mg/dL αλλά μικρότερη από 126 mg/dL, μετά από 8-ωρη νηστεία

ή/και

2)   τιμή γλυκόζης αίματος μεταξύ 140 και 199 mg/dL, δυο ώρες μετα τη χορήγηση 75 γραμμαρίων άνυδρης γλυκόζης κατά τη διενέργεια καμπύλης σακχάρου (OGTT).

Για τη διάγνωση της νόσου διενεργείται αρχικώς μια απλή εξέταση αίματος, όπως το σάκχαρο που ζητάμε στον ετήσιο προληπτικό έλεγχο. Εφόσον υπάρχει διαταραγμένη γλυκόζης νηστείας ή υπάρχει υποψία προδιαβήτη τότε διενεργείται επιπλέον καμπύλη σακχάρου.

Σημειώνεται ότι σε καμία περίπτωση η διάγνωση του προδιαβήτη δεν τίθεται με το αποτέλεσμα του φορητού σακχαρόμετρου.

Γιατί είναι τόσο σημαντικός ο προδιαβήτης;

Αποτελεί ανεξάρτητο κακό προγνωστικό παράγοντα για καρδιαγγειακά συμβάματα, όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Επίσης, οι προδιαβητικοί ασθενείς δύναται να γίνουν διαβητικοί, κατά τη διάρκεια της ζωής τους, με το σχετικό κίνδυνο να αυξάνεται όταν συνυπάρχει διαταραχή της μεταγευματικής γλυκόζης και της γλυκόζης νηστείας.

Εφόσον επιβεβαιωθεί η ύπαρξη προδιαβήτη, απαιτείται άμεση παρέμβαση με υγιεινοδιαιτητικά μέτρα. Συστήνεται καθημερινή αερόβια άσκηση, διάρκειας τουλάχιστον 30 λεπτών, και απώλεια βάρους με εξατομικευμένα διαιτολόγια.

Επιπλέον, ειδικά σε παχύσαρκους ασθενείς, έχει φανεί ότι η χορήγηση μετφορμίνης μπορεί να βοηθήσει στην απώλεια βάρους και στην υποστροφή του προδιαβήτη,. Παρόλ’αυτά, δεν περιλαμβάνεται στις επίσημες οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας.

Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση του προδιαβήτη μπορεί να προλάβει την εξέλιξη σε διαβήτη και να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων.

Τι είναι διαβήτης κύησης; Τι  μπορεί να προκαλέσει στο έμβρυο;

Με τον όρο “σακχαρώδης διαβήτης κύησης (ΣΔΚ)” περιγράφουμε  την εκδήλωση διαβήτη κατά την έναρξη ή τη διάρκεια της κύησης. Αφορά δηλαδή σε εγκύους που δεν έχουν πρότερα ατομικό ιστορικό διαβήτη.

Η συχνότητα της νόσου κυμαίνεται περί το 18% του συνόλου των κυήσεων. Μεγαλύτερη κίνδυνο εμφανίζουν οι υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες καθώς και οι έγκυες με προϋπάρχον ιστορικό διαβήτη κύησης.

Για ποιό λόγο είναι τόσο σημαντικό να γίνει έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση του ΣΔΚ;

Η υψηλή γλυκόζη αίματος της μητέρας  διαπερνά το πλακούντα και φτάνει στην κυκλοφορία του εμβρύου, προκαλώντας αυξημένη παραγωγή ινσουλίνης και υπερπλασία των β-κυττάρων του παγκρέατος του εμβρύου.

Ως γνωστόν, η ινσουλίνη ενεργοποιεί την εναπόθεση λίπους. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση των διαστάσεων και του σωματικού βάρους του εμβρύου, διαδικασία γνωστή και ως μακροσωμία.

Έτσι λοιπόν δημιουργούνται περιγεννητικοί κίνδυνοι, όπως ο θάνατος του εμβρύου, η δυστοκία των ώμων, μαιευτικές παραλύσεις, ενώ αυξάνεται και η συχνότητα επείγουσας  καισαρικής τομής.

Επιπλέον, τα έμβρυα με μακροσωμία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας ή και σακχαρώδους διαβήτη κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

Πώς γίνεται η διάγνωση του ΣΔΚ;

Για τη διάγνωση του ΣΔΚ απαιτείται τιμή γλυκόζης πλάσματος μεγαλύτερη από 92 mg/dL, μετά από 8ωρη νηστεία, ή/και παθολογική δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη (καμπύλη σακχάρου, OGTT) στην 24-28η εβδομάδα της κύησης.

Η ελληνική διαβητολογική εταιρεία συνιστά τη χορήγηση 75 γραμμαρίων  γλυκόζης και μέτρηση του σακχάρου προ της φόρτισης, μια και δυο ώρες μετά τη φόρτιση.

Παθολογική ορίζεται η καμπύλη στην οποία έχουμε:

  1. Γλυκόζης πλάσματος άνω των 92 mg/dL προ φόρτισης

           ή / και

  1. Γλυκόζης πλάσματος άνω των 180 mg/dL μια ώρα μετά τη φόρτιση

                          ή / και

  1. Γλυκόζης πλάσματος άνω των 153 mg/dL δυο ώρες  μετά τη φόρτιση

Σημειώνεται ότι εφόσον κατά την έναρξη της κυήσεως μετρηθεί τιμή γλυκόζης πλάσματος μεγαλύτερη από 126 mg/dL, μετά από 8ωρη νηστεία, τότε πρόκειται για προϋπάρχων σακχαρώδη διαβήτη, οπότε και δε χρειάζεται η διενέργεια καμπύλης σακχάρου.

Όλες οι προαναφερθείσες μετρήσεις πρέπει να προκύπτουν από έλεγχο σε αξιόπιστο εργαστήριο. Σε καμία περίπτωση δε βασίζονται στη χρήση φορητών συσκευών μέτρησης σακχάρου (σακχαρόμετρα).

Επίσης, ποτέ δε χρησιμοποιούμε τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) για τη διάγνωση του ΣΔΚ.

Πώς θεραπεύουμε το ΣΔΚ;

Η αντιμετώπιση του ΣΔΚ πρέπει να είναι άμεση και συνιστάται να μη χάνεται πολύτιμος χρόνος με την ελπίδα ότι μια δίαιτα για μερικές ημέρες θα λύσει το πρόβλημα.

Οι έγκυες πρέπει να παρακολουθούνται ανά 2 εβδομάδες από διαβητολόγο. Συστήνεται η άμεση έναρξη υγιεινοδιαιτητικής αγωγής, εξατομικευμένο δηλαδή διαιτολόγιο από τον ιατρό και άσκηση, εφόσον δεν υπάρχει μαιευτική αντένδειξη.

Απαιτείται καθημερινή καταγραφή προγευματικών και μεταγευματικών τιμών σακχάρου ενώ μπορεί να ζητηθεί και ο έλεγχος γλυκόζης κατά τη διάρκεια της νύχτας, επί υποψίας υπογλυκαιμίας.

Εφόσον δεν επιτυγχάνονται οι γλυκαιμικοί στόχοι ή εμφανιστούν σημεία μακροσωμίας στο υπερηχογράφημα του εμβρύου χορηγείται αντιδιαβητική αγωγή.

Επί του παρρόντος, μόνο συγκεκριμένοι τύποι ινσουλίνης έχουν λάβει έγκριση για την αντιμετώπιση του ΣΔΚ. Απαγορεύεται η χορήγηση αντιδιαβητικών δισκίων.

Όσον αφορά στον τοκετό, θα πρέπει να υπάρχει ευγλυκαιμία, η γλυκόζη δηλαδή να είναι σε επίπεδα 80-110 mg/dL.

Μετά τον τοκετό απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση του ΣΔΚ με διενέργεια γλυκόζης νηστείας μετά από 1-3 ημέρες και καμπύλη σακχάρου μετά από 3 και 12 μήνες.

Ποια είναι τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας; Πώς αντιμετωπίζεται;

Η υπογλυκαιμία αποτελεί μια από τις συχνότερες ανησυχίες των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη, όταν πρόκειται να ξεκινήσουν την αντιδιαβητική αγωγή. Λόγω άγνοιας ή παραπληροφόρησης, φοβούνται τα δυσάρεστα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.

Επιπλέον, πολλοί διαβητικοί αρνούνται επίμονα τη λήψη φαρμάκων που εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο υπογλυκαιμίας, όπως για παράδειγμα οι σουλφονυλουρίες και οι ινσουλίνες. Πρόκειται για κάποια από τα πλέον σημαντικά όπλα που διαθέτουμε στη φαρέτρα μας για την αντιμετώπιση του διαβήτη.

Με τον όρο υπογλυκαιμία αναφερόμαστε στην πτώση των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος σε επίπεδα ικανά να προκαλέσουν δυσάρεστα συμπτώματα, όπως ζάλη, θάμβο όρασης (θολούρα), τρόμο, εφίδρωση, ταχυκαρδία, πονοκέφαλο, διπλωπία.

Οι ασθενείς συχνά αναφέρουν την εμφάνιση αιφνίδιας πείνας. Σπανιότερα εκδηλώνεται σύγχυση, διαταραχές της μνήμης ή ακόμα και κώμα.

Με την εμφάνιση των συμπτωμάτων πρέπει να γίνει άμεσα μέτρηση με σακχαρόμετρο. Η τιμή της γλυκόζης είναι συνήθως μικρότερη από 70 mg/ dL.

Το όριο αυτό βέβαια δεν είναι απόλυτο, καθώς ασθενείς που επί χρόνια ζουν με υψηλές τιμές σακχάρου δύναται να εμφανίσουν συμπτώματα υπογλυκαιμίας ακόμα και σε φυσιολογικές τιμές γλυκαιμίας, μετά από εντατική θεραπευτική παρέμβαση!

Η επιβεβαίωση της υπογλυκαιμίας έρχεται με την αποδρομή των συμπτωμάτων μετά τη λήψη υδατανθράκων. Προτιμούνται οι ευαπορρόφητοι υδατάνθρακες, όπως για παράδειγμα λίγος χυμό.

Αν ο ασθενής δεν έχει τις αισθήσεις του, δεν πρέπει να γίνεται καμία προσπάθεια να του χορηγηθεί φαγητό ή υγρά! Καλούμε άμεσα το ΕΚΑΒ και χορηγούμε ενδομυικώς γλυκαγόνη.

Ποιοί είναι οι συχνότεροι λόγοι που θα εμφανίσει ένας ασθενής υπογλυκαιμία; Παράλειψη γευμάτων στις προκαθορισμένες ώρες, απουσία επαρκούς ποσότητας υδατανθράκων σε ένα γεύμα, καθυστέρηση στη λήψη τροφής, ενώ έχει λάβει δισκίο ή ινσουλίνη, και κατάχρηση αιθυλικής αλκοόλης.

Άλλα συχνά αίτια είναι η παρατεταμένη άσκηση, χωρίς να έχει προηγηθεί λήψη τροφής, η υπερδοσολογία φαρμάκων ή μονάδων ινσουλίνης, λάθος στην τεχνική της ενέσεως ή αλλαγή στο σημείο που ενίεται.

Επί αιφνίδιας απορρύθμισης ο ιατρός θα αναζητήσει άλλα πιθανά αίτια ώστε να τροποποιήσει αναλόγως τη φαρμακευτική αγωγή.

Οι ασθενείς που εμφανίζουν συχνές υπογλυκαιμίες τείνουν με τα χρόνια να μην τις αντιλαμβάνονται. Πρόκειται δηλαδή για ανεπίγνωστες υπογλυκαιμίες.

Είναι κατανοητό πως αυξάνεται ο κίνδυνος για υπογλυκαιμία, όταν πλέον δεν αναγνωρίζουμε τα συμπτώματα.  Κατά αυτό τον τρόπο δεν μπορούμε να τις προλάβουμε, προτού για παράδειγμα γίνουμε συγχυτικοί ή χάσουμε τις αισθήσεις μας.

Για το λόγο αυτό είναι προτιμότερο να έχετε υψηλή τιμή σακχάρου και να προσπαθήσετε να βρείτε την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή με τον ιατρό σας, παρά να ζείτε διαρκώς με υπογλυκαιμίες, μέσω αύξησης της δοσολογίας των φαρμάκων ή αποφυγή των καθορισμένων γευμάτων.